ἐρωτύλος — a darling masc/fem nom sg ἐρωτύλος a darling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτύλος — ο ο ερωτιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρωτύλον — ἐρωτύλος a darling masc/fem acc sg ἐρωτύλος a darling neut nom/voc/acc sg ἐρωτύλος a darling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτύλῳ — ἐρωτύλος a darling masc/fem/neut dat sg ἐρωτύλος a darling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτύλα — ἐρωτύλος a darling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαπησ(ι)άρης — (ι)άρα, (ι)άρικο 1. φιλόστοργος, εύσπλαχνος 2. ο επιρρεπής στον έρωτα, ερωτύλος, φιλήδονος, ερωτιάρης 3. αυτός που προκαλεί την αγάπη, που αγαπιέται εύκολα, ο αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγάπησα, αόρ. τού ρ. αγαπώ + κατάλ. ιάρης] … Dictionary of Greek
αμορόζικος — η, ο [αμορόζος] αυτός που έχει τρόπους και συμπεριφορά αμορόζου, ο ερωτύλος … Dictionary of Greek
γκομενιάρης — ο (θηλ. γκομενιάρα, η) αυτός που έχει ή θέλει να έχει πολλές γκόμενες, ερωτύλος … Dictionary of Greek
γλυκάκιας — ο 1. αυτός που αγαπάει τα γλυκίσματα 2. αυτός που έχει επιτηδευμένους γλυκούς τρόπους 3. ο ερωτύλος … Dictionary of Greek
ερωτιάρης — α, ικο και ερωτιάρικος, η, ο ερωτύλος, επιρρεπής στον έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κιτριν ιάρης, κοκαλ ιάρης, ψωρ ιάρης κ.ά.)] … Dictionary of Greek